Φτάνοντας στο Κέντρο Υποδοχής της Μόριας στη Λέσβο, η εικόνα σφίγγει το στομάχι. Χιλιάδες σκηνές και κοντέινερς εκτείνονται σε μια μεγάλη έκταση ανάμεσα στους ελαιώνες της ανατολικής πλευράς του νησιού.
Οι χιλιάδες άνθρωποι που έχουν εγκλωβιστεί εκεί προσπαθούν να επιβιώσουν κόντρα στον φόβο και τη βία, στην ανασφάλεια για το αύριο, τις δυσκολίες, τη βρωμιά και τις αρρώστιες. Οι φωνές των παιδιών, που πάντα δημιουργούν μια αίσθηση ευφορίας, δεν είναι αρκετές για να αντιρροπήσουν το γενικότερο αίσθημα απόγνωσης που δημιουργεί ο εγκλωβισμός τους.
Καθώς οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αυξάνονται, το Sputnik βρέθηκε στη Λέσβο, μίλησε με τους αρμόδιους του κέντρου, με διεθνείς οργανώσεις που εργάζονται στο πεδίο, με πολίτες της Μυτιλήνης, αλλά και με τους ίδιους τους πρόσφυγες και επιχειρεί να αναδείξει τις βαθύτερες αιτίες που έκαναν την κατάσταση στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου εκρηκτική για μια ακόμη φορά μέσα σε τρία χρόνια.
Τα αριθμητικά στοιχεία αποτυπώνουν ξεκάθαρα την αδιέξοδη κατάσταση που επικρατεί: Μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2018 στα νησιά του Αιγαίου ζούσαν περισσότεροι από 18.400 πρόσφυγες και μετανάστες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Από αυτούς, οι 9.500 διαμένουν στη Λέσβο. Μόνο στη Μόρια, σύμφωνα με το ΓΕΕΘΑ, διέμεναν μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 8.789 άτομα, σε έναν χώρο που είναι φτιαγμένος μόλις για 3.300 άτομα. Οι υπόλοιποι, διαμένουν σε άλλες δομές όπως το Καρά Τεπέ, καθώς και σε κατοικίες που έχουν παραχωρηθεί ή ενοικιαστεί.
Οι αριθμοί συμφωνούν και με τα όσα δήλωσε στην κάμερα του Sputnik ο Αναπληρωτής Διοικητής του ΚΥΤ Μόριας Σταύρος Σταυρίδης, ο οποίος έκανε λόγο για περίπου 9.000 άτομα. Ο κ. Σταυρίδης μάλιστα, αποκάλυψε ότι το ανθρώπινο δυναμικό στο ΚΥΤ δεν ξεπερνάει τα 100 άτομα με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο ολοκληρωμένος έλεγχος, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων είναι συμβασιούχοι. «Από τους 100, οι 25-28 είμαστε μόνιμοι υπάλληλοι. Δουλεύουμε και κάνουμε πλάνα για κάτι καλύτερο με ημερομηνία λήξης. Δεν ξέρουμε αν όταν λήγουν οι συμβάσεις θα έχουμε κατευθείαν αναπλήρωση ή θα μείνουμε 2-3 μήνες με κενό. Είναι απίθανο να τα καταφέρουμε 20-30 άτομα, κι ας έχουμε τη βοήθεια ΜΚΟ».
Η απάντηση στο πώς γίνεται να ζει στο ΚΥΤ της Μόριας υπερδιπλάσιος αριθμός ανθρώπων από αυτόν που προβλέπεται, βρίσκεται, στα χωράφια που συνορεύουν με το Κέντρο Υποδοχής. Με τον εύγλωττο τίτλο «Olive Grove» πρόσφυγες, μετανάστες, μέλη ΜΚΟ και τοπικές αρχές αναφέρονται στα χωράφια με ελιές που βρίσκονται γύρω από το ΚΥΤ και πλέον φιλοξενούν έναν μεγάλο αριθμό σκηνών.


Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων και μεταναστών που πλέον δε χωράει στις δομές εντός του Κέντρου, αναγκάζεται να ζει έξω από αυτό, στον ελαιώνα που το περιβάλλει. Έτσι, ο αριθμός των ανθρώπων που καταγράφεται στη Μόρια αποτελεί το σύνολο των προσφύγων και μεταναστών που ζουν μέσα στο Κέντρο, αλλά και έξω από αυτό.
Πλέον, οι νεοαφιχθέντες στη Λέσβο καταγράφονται στο ΚΥΤ και στη συνέχεια, λόγω του υπερπληθυσμού, παραπέμπονται σε χώρους του ελαιώνα, ο οποίος έχει χωριστεί σε ζώνες ώστε να μη ζουν οικογένειες με παιδιά κοντά σε ανύπαντρους άνδρες. Στον ελαιώνα, άλλωστε, εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα στις συνθήκες διαβίωσης.



Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που ζουν στη Μόρια μιλούν για ακραία περιστατικά βίας και παραβατικότητας λόγω της έλλειψης ασφάλειας. «Εδώ οι άνθρωποι μπορούν να κλέβουν, να βιάζουν, έχουν σκληρές καρδιές. Χρειαζόμαστε ασφάλεια. Αν απλώς μας παρακολουθείτε να αλληλοκλέβουμε και να αλληλοσφαζόμαστε, που είναι ο ανθρωπισμός;» αναρωτιέται ο Ridha Hammad Issa από το Ιράκ μιλώντας στο Sputnik. O ίδιος μιλά ακόμα και για διακίνηση ναρκωτικών στην περιοχή, ενώ κάνει έκκληση να τοποθετηθούν κάμερες σε όλο το Olive Groove ώστε να περιοριστούν οι παράνομες ενέργειες. Μάλιστα τονίζει ότι στο παρελθόν κάποιοι του έκλεψαν το διαβατήριο και ζήτησαν λύτρα για να του το δώσουν πίσω.
Η Ρουμπάπ Μίρζα από το Πακιστάν που ζει στον Ελαιώνα της Μόριας εδώ και 3 μήνες μαζί με τον σύζυγό της και τον 8 μηνών γιό τους, εξηγεί ότι οι χημικές τουαλέτες που έχουν τοποθετηθεί καθαρίζονται μόνο δύο φορές τη μέρα ενώ εξυπηρετούν χιλιάδες άτομα καθημερινά, με αποτέλεσμα οι μολύνσεις που παθαίνουν ιδιαίτερα οι γυναίκες να είναι πολύ συχνές.
Τονίζει επίσης ότι οι υπηρεσίες υγείας είναι εξαιρετικά περιορισμένες καθώς δεν υπάρχουν ούτε αρκετοί γιατροί, ούτε αρκετά φάρμακα για τις ανάγκες που δημιουργούνται. Πλέον, ο μεγαλύτερος φόβος τους δεν είναι άλλος από την έλευση του χειμώνα, με όλες τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει για τις συνθήκες διαβίωσής τους.
